- καταχειροτονία
- κατα-χειρο-τονία, ἡ, Verdammung durch Abstimmung, Handaufheben, vom ganzen Volk
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καταχειροτονία — καταχειροτονίᾱ , καταχειροτονία condemnation fem nom/voc/acc dual καταχειροτονίᾱ , καταχειροτονία condemnation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχειροτονία — Προδικαστική απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου στην αρχαία Αθήνα. Με την απόφαση αυτή γινόταν δεκτή η παραπομπή ενός πολίτη, κατηγορούμενου για αδίκημα κατά της πολιτείας, σε τακτικό δικαστήριο (Ηλιαίας ή Βουλής). Αδικήματα όπως ανατροπή του… … Dictionary of Greek
καταχειροτονίας — καταχειροτονίᾱς , καταχειροτονία condemnation fem acc pl καταχειροτονίᾱς , καταχειροτονία condemnation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχειροτονίαν — καταχειροτονίᾱν , καταχειροτονία condemnation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПУБЛИЧНОЕ ХОДАТАЙСТВО — • Προβολή, форма жалобы, при которой жалобщик, прежде чем лично обратиться к подлежащему суду, старается достигнуть предрешения самодержавного народа. Тогда как при эйсангелии (см. Ει̉σαγγελία, Эйсангелия) народ мог сам, по своему… … Реальный словарь классических древностей